ΓΛΥΚΟ ΧΕΡΙ
Στη δεκαετία του ’50, αν θυμάμαι καλά είχε κυκλοφορήσει ένα γαλλικό τραγουδάκι, που έλεγε πως «Τα παιδιά, βαριούνται τις Κυριακές». Βαριόμουνα κι εγώ τις Κυριακές, όταν ήμουνα παιδί. Το καθαρό τραπεζομάντιλο, το μεσημέρι, στο σπίτι, το «καλό» ζευγάρι παπούτσια, το «καλό» πανταλόνι, το «καλό» σακάκι, με βγάζαν από τα νερά μου και με νευρίαζαν. Ήθελα να ‘μαι στον δρόμο, μετά «καθημερινά» μου, να παίζω μπάλα, να λερώνομαι, να ματώνομαι, να πειράζω τα κορίτσια, να βρίζω, μαζί με τον Λιάκο, να καπνίζω, στη ζούλα, καμιά γόπα, να πλακώνομαι στις μπουνιές…
Βαριέμαι και τώρα τις Κυριακές. Οι εφημερίδες, που κάποτε ήταν απόλαυση, τώρα, με… χίλιες σελίδες η καθεμιά, με κάνουν να κουράζομαι, προτού ακόμη αρχίσω να τις διαβάζω. Βαριέμαι αφόρητα και τούτες τις μέρες, πριν από τα Χριστούγεννα. Ωραία τα φώτα, τα σούρτα-φέρτα, τα μαγαζιά, τα δώρα, η πιτσιρικαρία. Αλλά η ταλαιπωρία, αφάνταστη. Αδύνατο να βρεις ταξί! Αδύνατο να μείνεις στο σπίτι σου, τα βράδια! Όλοι γιορτάζουν! Και όλοι βγάζουν βιβλία, κάνουν πρεμιέρες, μιλάνε σε εκδηλώσεις…
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, δραπετεύω από την Αθήνα. Πηγαίνω σ’ ακραίες συνοικίες και συναντώ παλιούς φίλους. Κάνοντας αρχή, πάντοτε, από τον Ευμόρφιο Κοσμίδη και τον Νίκο Γαβρίλη. Που φτιάχνουν, στη Δραπετσώνα, ένα χαλβά – δεν έχω κανένα δισταγμό να το πω – καταπληκτικό! Και χρειάζεται, εδώ, να προσθέσω, για να μην παρεξηγηθώ: ο Ευμόρφιος και ο Νίκος δεν έχουν ανάγκη από διαφήμιση – δε θέλουν να αυξήσουν την πελατεία της. Γιατί, αν την αυξήσουν, η ζήτηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά. Οπότε, κλάφτα Χαράλαμπε!
Χθες, πήγα και τους βρήκα. Ήτανε κι οι δυο σκυμμένοι πάνω από τους λέβητες και ζυμώνανε, με τα ειδικά γάντια που πιάνουν όλο το χέρι, την καυτή μάζα, από καραμέλα και ταχίνι, για να τη φέρουν σε λογαριασμό. Μισή ώρα παλεύανε με το μείγμα! Κάποια στιγμή, σταμάτησαν. Και μου λέει ο Νίκος: «Τώρα, η ζύμη, πρέπει να ησυχάσει. Ύστερα, θ’ αρχίσω να την χαϊδολογάω, με γυμνό χέρι. Σα να ‘ναι κορίτσι. Έτσι, θα μείνουν ζωντανές οι ίνες. Και ο χαλβάς, θα γίνει κρουστός. Να τον τρως και να μη δίνεις στο παιδί σου, που λέει ο λόγος…».
Χαλβατζής. Μια τέχνη υπέροχη, φερμένη από την Ανατολή. Την Καθαρή Δευτέρα, «όλη η γη», στήνεται στην ουρά, μπρος από το μαγαζί του Ευμόρφιου και του Νίκου. Εκατοντάδες άνθρωποι! Δραπετσωνίτες, Πειραιώτες, Αθηναίοι. Δεκάδες απλοί άνθρωποι, καλλιτέχνες και πολιτικοί. Και ο Μιλτιάδης ο Έβερτ, αυτοπροσώπως! Που τον προσέχει ιδιαιτέρως ο Ευμόρφιος: του βάζει παραπανίσια αμύγδαλα, γιατί ξέρει πως του αρέσουν.
Μου λέει ο Νίκος, πάλι: «Όλο το κόλπο είναι τα αγνά υλικά και το γλυκό χέρι. Ο χαλβάς, δεν θέλει μηχάνημα, θέλει φροντίδα. Σα να ‘ναι μωρό. Αν αυξηθεί η πελατεία και φέρουμε και κάποιον άλλο τεχνίτη, να μας βοηθάει, καήκαμε: ο χαλβάς ο δικός μας, μόνο τα δικά μας χέρια γνωρίζει, Οχτώ χρόνια προσπαθεί ο βοηθός μου να κόψει τον χαλβά και να τον βάλει στο πλαστικό δοχείο κι ακόμη να τα καταφέρει! Αν κόψω εγώ ένα κομμάτι και συ ένα άλλο, από τον ίδιο λέβητα, το δικό μου κομμάτι θα ‘ναι τρυφερό, υπέροχο. Ενώ το δικό σου… Κάθε πράγμα, έχει την τέχνη του.,.».
Ψέματα;
του Λευτέρη Παπαδόπουλου